αναπτυξιακός

αναπτυξιακός
-ή, -ό
αυτός που οδηγεί στην ανάπτυξη, δηλ. στην οικονομική εξύψωση και ευρωστία χώρας ή περιοχής (αναπτυξιακή πολιτική, αναπτυξιακό πρόγραμμα, αναπτυξιακά κίνητρα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… …   Dictionary of Greek

  • Δυτική Ελλάδα — Διοικητική περιφέρεια (11.350 τ. χλμ., 740.506 κάτ.) της Ελλάδας. Περιλαμβάνει τους νομούς Αχαΐας, Ηλείας και Αιτωλοακαρνανίας, δηλαδή τις περιοχές που αποτελούν τον κύριο κορμό της Δ.Ε. Η πληθυσμιακή της πυκνότητα (65 κάτ./τ. χλμ. το 2001) είναι …   Dictionary of Greek

  • Κόλμπεργκ, Λόρενς — (Lawrence Kohlberg, Νέα Υόρκη 1927 – 1987). Αμερικανός ψυχολόγος. Έλαβε το πτυχίο ψυχολογίας παρακολουθώντας μόλις ένα έτος σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1958 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του με θέμα τη λήψη ηθικών αποφάσεων,… …   Dictionary of Greek

  • Νότιο Αιγαίο — Διοικητική περιφέρεια της Ελλάδας στην οποία ανήκουν πολυάριθμα νησιά, από τη Μακρόνησο μέχρι το Καστελλόριζο. Η περιφέρεια περιλαμβάνει τους νομούς Δωδεκανήσου και Κυκλάδων, έχει έκταση 5. 286 τ. χλμ. και πληθυσμό 298.745 κατ. (αύξηση 16% μεταξύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”